υποτειχίζω — Α [τειχίζω] χτίζω εγκάρσιο τείχος … Dictionary of Greek
ὑποτειχιζόμενον — ὑποτειχίζω build a wall under pres part mp masc acc sg ὑποτειχίζω build a wall under pres part mp neut nom/voc/acc sg ὑποτειχίζω build a wall under pres part mp masc acc sg ὑποτειχίζω build a wall under pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπετείχιζον — ὑποτειχίζω build a wall under imperf ind act 3rd pl ὑποτειχίζω build a wall under imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτειχίζειν — ὑποτειχίζω build a wall under pres inf act (attic epic) ὑποτειχίζω build a wall under pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτειχίζοντας — ὑποτειχίζω build a wall under pres part act masc acc pl ὑποτειχίζω build a wall under pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπετείχιζε — ὑποτειχίζω build a wall under imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπετείχισαν — ὑποτειχίζω build a wall under aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτείχισις — ειχίσεως, ἡ, Α [ὑποτειχίζω] το χτίσιμο εγκάρσιου τείχους … Dictionary of Greek
υποτείχισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποτειχίζω] το εγκάρσιο τείχος … Dictionary of Greek